- πεταλώδης
- πεταλώδηςfull of flakesmasc/fem acc pl (attic epic doric)πεταλώδηςfull of flakesmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πεταλώδηςfull of flakesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεταλώδης — ες, ΝΜΑ [πέταλον] νεοελλ. αυτός που μοιάζει με πέταλο μσν. αρχ. αυτός που έχει σχήμα φύλλου … Dictionary of Greek
πεταλώδη — πεταλώδης full of flakes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεταλώδης full of flakes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεταλώδης full of flakes masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλῶδες — πεταλώδης full of flakes masc/fem voc sg πεταλώδης full of flakes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλώδεις — πεταλώδης full of flakes masc/fem acc pl πεταλώδης full of flakes masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλωδῶν — πεταλώδης full of flakes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλώδεες — πεταλώδης full of flakes masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακώδης — ες / πλακώδης, ώδες, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός] ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύς αρχ. 1. ο πεταλώδης 2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.) 3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης … Dictionary of Greek